διανοίγω — διανοίγω, διάνοιξα βλ. πίν. 21 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
διανοίγω — (AM διανοίγω) 1. δημιουργώ άνοιγμα 2. ανοίγω λίγο, μόλις ανοίγω, ανοίγω κάτι διαχωρίζοντάς το αρχ. μσν. ερμηνεύω, αναπτύσσω, εξηγώ αρχ. 1. ανατέμνω νεκρό σώμα 2. κατανοώ πλήρως … Dictionary of Greek
διανοίγω — διάνοιξα, διανοίχτηκα, διανοιγμένος, δημιουργώ πέρασμα: Διάνοιξαν καινούρια μεγάλη σήραγγα, για το πέρασμα του τρένου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διανοίγῃ — διανοίγω lay open pres subj mp 2nd sg διανοίγω lay open pres ind mp 2nd sg διανοίγω lay open pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διανοίξουσι — διανοίγω lay open aor subj act 3rd pl (epic) διανοίγω lay open fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) διανοίγω lay open fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διανοίξουσιν — διανοίγω lay open aor subj act 3rd pl (epic) διανοίγω lay open fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) διανοίγω lay open fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διανοίξω — διανοίγω lay open aor subj act 1st sg διανοίγω lay open fut ind act 1st sg διανοίγω lay open aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διανεῳγμένον — διανοίγω lay open perf part mp masc acc sg διανοίγω lay open perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διανεῳγότα — διανοίγω lay open perf part act neut nom/voc/acc pl διανοίγω lay open perf part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διανοιγομένων — διανοίγω lay open pres part mp fem gen pl διανοίγω lay open pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διανοιγέντα — διανοίγω lay open aor part pass neut nom/voc/acc pl διανοίγω lay open aor part pass masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)